«(…) Ξεπουλημένα γουρούνια!
Δεν ανήκουν άραγε σ’ αυτό το χοιροστάσιο όλοι εκείνοι που για κάποια χρήματα ή για λίγη δόξα, για ένα πορτοφόλι, μια εσάρπα, μια κορδέλα, μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων;
Εκείνοι, οι ακόμα πιο αξιολύπητοι, που για να απολαμβάνουν το προνόμιο της αργομισθίας ή για να φανούν κάπως πιο λαμπεροί, μετατρέπονται σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις παρακάμαρες των υπουργών ή στις τραπεζαρίες των πλουσίων;
Κι αυτός ο δημοσιογράφος που πουλάει την πένα του σε όποιον πληρώνει καλύτερα, αυτός ο χρονογράφος που γλείφει τις μπότες για να αφηγείται τάχα πώς τις γυαλίζουν, ο νταβατζής, ο ξερόλας γραφιάς, όλοι αυτοί οι τύποι, ξεπουλημένα γουρούνια.
Ξεπουλημένο γουρούνι
εκείνος ο γελωτοποιός που διατηρεί το κύρος του και κερδίζει το ψωμί του κάνοντας τον παλιάτσο μπροστά στο πλήθος,
ξεπουλημένο γουρούνι, εκείνος ο κλαψιάρης ποιητής που ζητιανεύει τι θα φάει – όχι τι θα πιει – στις επιτροπές και τα υπουργεία!
Ξεπουλημένα γουρούνια,
όλα εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε παρίσταναν τους ενθουσιώδεις ή τους σκληρούς και τους άκαμπτους, που επιδείκνυαν την υποτιθέμενη ανεξαρτησία και εκκεντρικότητά τους, ενώ κάποιο ωραίο πρωί, εντελώς κενοί, τελειωμένοι, έδεσαν ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, στόλισαν τη μουσούδα τους με ένα τετράγωνο σκούφο όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών και στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας προχώρησαν αυτόβουλα προς τη σκάφη της μετριότητας.
Ξεπουλημένο γουρούνι
όποιος ζει από τις κολακείες στην εξουσία ή τη συγκατάβαση στην αντιπολίτευση, κάνει τα θελήματα της μιας ή της άλλης και ζητάει σαν αντάλλαγμα για τα θελήματά του μια μικρή υποψηφιότητα σε κάποια κωμόπολη (…).
Θεωρούν τους εαυτούς τους προστατευόμενους κάποιου υπουργού, ή εθελοντές μιας κάποιας πολύ σπουδαίας υπόθεσης! Δεν είναι όμως εθελοντές, αλλά ξεπουλημένα γουρούνια!
Δεν διατρέχουν κανέναν άλλον κίνδυνο πέραν του να σκεπαστούν είτε από μία βροχή φτυσιμάτων, είτε από την ανουσιότητα των λιβανισμάτων!» (http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k54581873/f1.textePage)
***
Το απόσπασμα που προηγήθηκε γράφτηκε στις 30 του Νοέμβρη 1876, από τον κομμουνάρο Ζυλ Βαλές.
Ο Ζυλ Βαλές, ο φλογερός επαναστάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος, που συμμετείχε στην εξέγερση της Κομμούνας ως μέλος της Επιτροπής Παιδείας κι εξέδιδε την εφημερίδα «Ο Δρόμος», πέντε χρόνια μετά την κατάπνιξη της Παρισινής Κομμούνας, αφιέρωσε αυτά τα λόγια στους ξεπουλημένους του καιρού του.
Τα αφιέρωσε σε κείνα τα ανθρωπάκια, που μόλις οι ίδιοι βολεύτηκαν φρόντισαν να προδώσουν το λαό που υποτίθεται ότι θα υπηρετούσαν.
Που με διαβατήριο την οβιδιακή μεταμόρφωσή τους και με σημαία την «πορτοφόλα» τους, περάσανε σαν τα ποντίκια στο απέναντι στρατόπεδο, εξασφαλίζοντας την πάρτη τους.
Οι στίχοι του Βαλές είναι μια ακτινογραφία των ασπαλάκων και των ξεπουλημένων της εποχής του. Και όλων των εποχών.