Επιτροπή Ανταγωνισμού: Εκθεση-καταπέλτης για τις τιμές στην κινητή.
Ως τη λιγότερο ανταγωνιστική της Ευρώπης και των χωρών του ΟΟΣΑ χαρακτηρίζει την εγχώρια αγορά τηλεπικοινωνιών η Rewheel, σε έκθεση που πραγματοποίησε για λογαριασμό της Ανεξάρτητης Αρχής. Τα συμπεράσματα και ο 4ος παίκτης.
Δημοσιεύθηκε: 7 Μαΐου 2020 – 19:40
Όπως αναφέρεται στην έκθεση «η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται ως η λιγότερο ανταγωνιστική χώρα στα μέγιστα gigabyte δεδομένων που δύναται ο καταναλωτής να αγοράσει με 30 ευρώ, σε σύγκριση με τις τιμές του Οκτωβρίου 2019 από όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ28 και του ΟΟΣΑ (εξαιρουμένων των τιμών που προσφέρονται μόνο σε ορισμένα ειδικά τμήματα καταναλωτών όπως νέοι, φοιτητές, ηλικιωμένοι, νέες συνδέσεις, καταναλωτές που αλλάζουν από άλλους φορείς εκμετάλλευσης, κ.λπ.).
Η Ελλάδα συνεχίζει να κατατάσσεται ως η μόνη χώρα της ΕΕ28 και του ΟΟΣΑ όπου οι καταναλωτές δεν μπορούσαν να αγοράσουν gigabytes δεδομένων σε προγράμματα 4G κινητής που περιλάμβαναν τουλάχιστον 1.000 λεπτά ομιλίας εντός Ελλάδας με προϋπολογισμό έως και 30 ευρώ το μήνα».
Στην έκθεση επισημαίνεται πως «με μηνιαίο προϋπολογισμό 60 ευρώ – μηνιαίο ποσό που μπορούν να ξοδέψουν πολύ λίγοι καταναλωτές στην Ελλάδα – οι Έλληνες καταναλωτές θα μπορούσαν να αγοράσουν τον Οκτώβριο του 2019 ένα πρόγραμμα κινητής με το πολύ 5 gigabyte δεδομένων και 1000 λεπτά ομιλίας εντός Ελλάδας. Η Ελλάδα κατατάχθηκε ως η χώρα με τα λιγότερα gigabytes δεδομένων που θα μπορούσαν να αγοραστούν με 60 ευρώ τον Οκτώβριο του 2019». Τον Μάρτιο του 2020 ο καταναλωτής στην Ελλάδα με 60 ευρώ θα μπορούσε να αγοράσει ένα επιπλέον gigabyte από ό, τι τον Οκτώβριο του 2019 (6 έναντι 5 gigabytes).
Η Ελλάδα, κατά την έκθεση, είναι επίσης μακράν η πιο ακριβή αγορά σε μια άλλη «σημαντική μέτρηση συνδεσιμότητας δεδομένων κινητού δικτύου: σε αυτήν της μέσης μηνιαίας τιμή των προγραμμάτων κινητής που περιλάμβανε τουλάχιστον 1000 λεπτά ομιλίας εντός Ελλάδας». Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Rewheel, «η μέση μηνιαία τιμή του Οκτωβρίου 2019 στην Ελλάδα για προγράμματα 4G κινητής που περιελάμβαναν 1000 λεπτά ομιλίας εντός Ελλάδας ήταν πάνω από 70 ευρώ το μήνα. Η μέση μηνιαία τιμή για τη δεύτερη πιο ακριβή χώρα, τη Μάλτα, ήταν περίπου 45 ευρώ ανά μήνα».
Οριακή αλλαγή
Τα τελευταία προγράμματα που παρουσίασαν οι τρεις ελληνικές Εταιρείες Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΚΤ) μετέβαλαν οριακά την κατάταξη της Ελλάδας σε αυτήν τη σημαντική μέτρηση. Με τις τιμές του Μαρτίου του 2020 η Ελλάδα κατατάσσεται ως η δεύτερη πιο ακριβή χώρα, (μετά τον Καναδά, στον οποίο υφίσταται de facto δυοπώλιο στην μέση τιμή gigabyte των προγραμμάτων 4G κινητής που περιλαμβάνουν 1000 λεπτά ομιλίας εντός Ελλάδας».
Στην έκθεση επισημαίνεται πως «οι τιμές στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλές ακόμα και εάν εξαιρεθούν οι φόροι κινητής τηλεφωνίας». Στην Rewheel θεωρούν πως ανατρέπεται ο ισχυρισμός της εταιρείας συμβούλων Ovum σύμφωνα με τον οποίο «οι φόροι που ισχύουν για την κινητή τηλεφωνία είναι υψηλότεροι στην Ελλάδα με μέση τιμή το 39% επί της χρέωσης (φόρος κινητής τηλεφωνίας που κυμαίνεται μεταξύ 12%, 15%, 18% ή 20% συν ΦΠΑ 24%, ήτοι συνολικά 36% τουλάχιστον)». Υποστηρίζουν πως «οι περισσότεροι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν 10-20 ευρώ το μήνα για να αγοράσουν προγράμματα με ελάχιστα δεδομένα (π.χ. 200 megabyte), ενώ σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, όπου το γενικό επίπεδο τιμών καταναλωτή είναι πολύ υψηλότερο, οι καταναλωτές αγοράζουν 5-100 gigabyte με περίπου 15 ευρώ το μήνα».
Η απουσία τέταρτου «παίκτη»
Κατά την Rewheel «το επίπεδο τιμών στις αγορές κινητής τηλεφωνίας της ΕΕ28 επηρεάζεται κυρίως από τον βαθμό αποτελεσματικού ανταγωνισμού παρά από το γενικό επίπεδο τιμών της χώρας ή από άλλους εξωγενείς παράγοντες. Οι τιμές κινητής τηλεφωνίας στις αγορές της ΕΕ28 καθορίζονται τόσο από τον αριθμό (3 έναντι 4) των εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε αυτές όσο και από τα χαρακτηριστικά τους. Τυχόν συμφωνίες κοινοχρησίας δικτύων και φάσματος θα μπορούσαν επίσης, ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής και τη γεωγραφική εμβέλεια της συμφωνίας, να περιορίσουν ή ακόμη και να εμποδίσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στις αγορές κινητής τηλεφωνίας». Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας «σε αγορές με 3 ανταγωνιστές, χρεώνουν μια μέση μηνιαία τιμή που είναι 2 φορές υψηλότερη από τη μέση μηνιαία τιμή που χρεώνουν οι εταιρείες κινητής όταν υφίστανται 4 ανταγωνιστές (44 € έναντι 22 €)».
Η παρουσία ενός τέταρτου φορέα εκμετάλλευσης δικτύου κινητής τηλεφωνίας «οδηγεί σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές στην αγορά. Μάλιστα, η παρουσία μιας τέταρτης εταιρείας δεν οδηγεί μόνο σε μείωση της χαμηλότερης διαθέσιμης τιμής στην αγορά, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, αλλά και σε σημαντική μείωση της μέσης μηνιαίας τιμής της χώρας (σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών που προσφέρονται από όλες τις εταιρείες).
Η συσχέτιση του επίπεδου τιμών κινητής τηλεφωνίας με τον αριθμό των εταιρειών κινητής που δραστηριοποιούνται στην αγορά είναι σημαντική, ακόμη και εάν εξαιρεθούν οι ανταγωνιστές που βρίσκονται στην τέταρτη θέση εξ απόψεως μεριδίου αγοράς στις αγορές με 4 εταιρείες. Η μέση τιμή των υπολοίπων τριών ανταγωνιστών σε αυτές τις αγορές (25 €) είναι πολύ μικρότερη από τη μέση τιμή των ανταγωνιστών σε αγορές με 3 ΕΚΤ (44 €)».
Σε αντίστοιχα συμπεράσματα, για τη συσχέτιση του επιπέδου τιμών με τον αριθμό των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας σε μια αγορά κατέληξε και η Ofcom, η ρυθμιστική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου στον τομέα των τηλεπικοινωνιών σε μελέτη του 2016. Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Rewheel, «η Ofcom κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι τιμές κινητής τηλεφωνίας είναι μεταξύ 17,2% και 20,5% χαμηλότερες κατά μέσο όρο σε χώρες όπου υπάρχει ένας επιπλέον φορέας κινητής τηλεφωνίας και μια “εταιρία αποστάτης” (maverick) στην αγορά».
Τα επιχειρήματα για τον περιορισμένο ανταγωνισμό
Σύμφωνα με την Rewheel, «η ελληνική αγορά κινητής τηλεφωνίας κατατάχθηκε ως η αγορά με την τρίτη υψηλότερη βαθμολογία δείκτη κλειστού ολιγοπωλίου μεταξύ των αγορών των κρατών μελών της ΕΕ28 στη μελέτη μας του 2015 και αυτή με τη δεύτερη υψηλότερη βαθμολογία στη μελέτη μας του 2016, (…).
Ποιοι είναι οι λόγοι: Πρώτον, «και οι τρεις ελληνικές ΕΚΤ δραστηριοποιούνται στην παροχή ευρυζωνικής σταθερής γραμμής και, ως εκ τούτου, μοιράζονται ένα οικονομικό κίνητρο (μη συντονισμένο αποτέλεσμα) περιορισμού του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην παροχή δεδομένων κινητού δικτύου. Η Cosmote είναι ο κατεστημένη εταιρία σταθερού δικτύου και ακολουθεί, όπως αναμενόταν, στρατηγική σύγκλισης σταθερής-κινητής. Η Vodafone και επίσης η Wind, χωρίς δική τους υποδομή ευρυζωνική σταθερής γραμμής, ακολουθούν επίσης στρατηγικές σύγκλισης σταθερής-κινητής, στηριζόμενοι πλήρως στην υποδομή σταθερής γραμμής της Cosmote. Αυτό αυξάνει τη συμμετρία στην αγορά και ευθυγραμμίζει τα οικονομικά κίνητρα και των τριών φορέων και ιδίως εκείνων της Vodafone και της Wind».
Δεύτερον, «δύο στους τρεις παρόχους στην Ελλάδα, δηλαδή η Cosmote και η Vodafone, ανήκουν σε μεγάλους ευρωπαϊκούς τηλεπικοινωνιακούς ομίλους (Deutsche Telekom και Vodafone αντίστοιχα) και ως εκ τούτου μοιράζονται ένα οικονομικό κίνητρο – μη συντονισμένο αποτέλεσμα – να μην επιτρέπουν στις θυγατρικές τους με μικρά μερίδια αγοράς να ανταγωνίζονται ενεργά στην τιμή, θυσιάζοντας τα έσοδά τους σε αυτές τις αγορές, υπό το φόβο αντιποίνων από τους μεγάλους ανταγωνιστές τους σε αγορές στις οποίες πρώτοι ηγούνται ή είναι στη δεύτερη θέση εξ απόψεως μεριδίου αγοράς, όπου χαμηλότερες τιμές θα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στα έσοδα (και τα κέρδη) τους».
Τρίτον, «η Cosmote και η Vodafone ήταν από τους πρώτες ευρωπαϊκές εταιρείες που εισήγαγαν διακριτική τιμολόγηση στην πρόσβαση στο Διαδίκτυο από κινητές συσκευές (όπως η πρακτική zero-rating). Η διακριτική τιμολόγηση αυτή ενθαρρύνει τις ΕΚΤ να περιορίσουν τεχνητά την πρόσβαση στο Διαδίκτυο θέτοντας περιοριστικά όρια στα δεδομένα κινητού δικτύου. Κατά τον Μάρτιο του 2020, οι Cosmote και Vodafone εξακολουθούν να ακολουθούν πρακτικές zero-rating».
Τέλος, «η Vodafone και η Wind συνεργάζονται πολύ στενά σε μια σειρά από επιχειρηματικά κρίσιμους τομείς. Ο βαθμός συνεργασίας μεταξύ Vodafone και Wind δεν είναι συνηθισμένος, εφόσον πρόκειται επί της ουσίας περί συνεργασίας μεταξύ στενών ανταγωνιστών. Παρόλο που ο δείκτης κλειστού ολιγοπωλίου δεν λαμβάνει υπόψη αυτούς τους παράγοντες, ο πιθανός αρνητικός αντίκτυπος αυτών των παραγόντων στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό δεν μπορεί να αγνοηθεί, τόσο αναφορικά με τη δημιουργία μη συντονισμένων αποτελεσμάτων όσο και με την πιθανότητα εμφάνισης συντονισμένων αποτελεσμάτων».
Τι λέει για τις εκπτώσεις σε σχέση με τους τιμοκαταλόγους
Ένα από τα επιχειρήματα των ελληνικών εταιρειών κινητής είναι πως οι καταναλωτές πληρώνουν, μέσω εκπτώσεων, χαμηλότερες τιμές σε σύγκριση με τους επίσημους τιμοκαταλόγους. Στην έκθεση επισημαίνεται πως «οι ΕΚΤ σε πολλές αγορές συχνά προβαίνουν σε εκπτώσεις από τις τιμές που διαφημίζουν στις ιστοσελίδες τους σε ειδικές συμφωνίες που ισχύουν μόνο για ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών. Υπό αυτήν την έννοια, οι ελληνικές εταιρείες κινητής δεν είναι μοναδικές. Αυτές οι εκπτώσεις συνήθως κυμαίνονται από 10% έως 30%».
Για παράδειγμα, «στην Ιταλία, η τιμή καταλόγου της Vodafone για πρόγραμμα κινητής που περιλαμβάνει 50 gigabyte δεδομένων (και απεριόριστα λεπτά ομιλίας και SMS) είναι 12.99 ευρώ, (…). Ωστόσο, οι καταναλωτές που ζητούν νέο αριθμό σύνδεσης και οι καταναλωτές που προτίθενται να αλλάξουν πάροχο, απολαμβάνουν έκπτωση περίπου 31%, καθώς η χρέωση γι αυτούς είναι 8,99 EUR ανά μήνα». H Vodafone Ελλάδος «παρέχει έκπτωση στην χρέωση καταλόγου του πακέτου RED Start κατά 35%, από 43 ευρώ σε 27,95 ευρώ το μήνα, μόνο όταν ο καταναλωτής ζητάει νέο αριθμό σύνδεσης ή όταν προτίθεται να αλλάξει πάροχο, μεταφέροντας τη γραμμή του από την Cosmote ή τη Wind, κατ’ αντιστοιχία με τη Vodafone Ιταλίας. Ωστόσο, ακόμα και στην τιμή αυτή, το εν λόγω πρόγραμμα που παρέχει μόνο 3 gigabytes δεδομένων (και 1000 λεπτά ομιλίας και SMS) κοστίζει τρεις φορές περισσότερο από ό,τι πληρώνουν κάποιοι Ιταλοί καταναλωτές για να αγοράσουν 50 gigabytes δεδομένων (και απεριόριστα λεπτά ομιλίας και SMS)».
*Αναλυτικά η μελέτη για την ανταγωνιστικότητα της ψηφιακής οικονομίας στην Ελλάδα, δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη “Συνοδευτικό Υλικό”.
** Δειτε την εδώ απάντηση της Vodafone και την ερώτηση που κατέθεσε το Κίνημα Αλλαγής στη Βουλή